- ἵππειος
- 3 конский, лошадиный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἵππειος — of a horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ιππόβοσκος ο ίππειος — (Hippobosca equina). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ιπποβοσκιδών. Έχει σκληρό και πλατύ σώμα με σακοειδή κοιλιά. Το χρώμα του είναι καστανό ή υπόξανθο και το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 9 χιλιοστά. Ζει προσκολλημένος ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
ἱππείων — ἵππειος of a horse fem gen pl ἵππειος of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππείως — ἵππειος of a horse adverbial ἵππειος of a horse masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππειᾶν — ἵππειος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππεία riding fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππείαις — ἵππειος of a horse fem dat pl ἱππεία riding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππείαισι — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππείαισιν — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππείη — ἵππειος of a horse fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππεία riding fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)